Ἐρετριῆς

Ἐρετριῆς
Ἐρετριεύς
Eretria
masc nom pl
Ἐρετριεύς
Eretria
masc nom/voc pl
Ἐρετριός
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἐρετρίης — Ἐρέτρια Eretria fem gen sg (epic ionic) Ἐρετριεύς Eretria masc nom pl Ἐρετριεύς Eretria masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρετρίης — Ἐρετριεύς Eretria masc nom pl Ἐρετριεύς Eretria masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”